Το Μέλλον
Η πρόκληση της νέας 100ετίας
Η πρόκληση της νέας 100ετίας για τον Τεκτονισμό, τόσο για τον ευρωπαϊκό όσο και τον ελληνικό, είναι η εξωστρέφειά του προς τα μεγάλα προβλήματα που ρίχνουν σκιά σε αυτό που αποκαλούμε «ευρωπαϊκό ουμανισμό». Να κατορθώσει, δηλαδή, να αρθρώσει μία σαφή, θαρραλέα και ακουστή γνώμη για την συνετή και δίκαιη αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η φτώχεια, η περιπόθητη ειρήνη, η γκετοποίηση και περιθωριοποίηση, η αξιοπρέπεια των πολιτών και των προσφύγων στο ευρωπαϊκό έδαφος, το δικαίωμα στην εργασία των ευρωπαίων πολιτών και οι αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες, η αξιοπρέπεια της διαβίωσης των κρατουμένων στις φυλακές, η εξασφάλιση ενός ελαχίστου αλληλεγγύης και δυνατότητας προσέγγισης σε αξιοπρεπείς δομές υγείας εκάστου πολίτη, σχέδια αντιμετώπισης των προβλημάτων των αναπήρων, εξάλειψη της απόστασης επικοινωνίας μεταξύ κυβερνώντων και πολιτών που τους εξέλεξαν και προ πάντων η εφαρμογή ανθρωπιστικής παιδείας για την διαρκή στήριξη του ανθρώπου.
Υπενθυμίζεται εδώ πως οι Φοινικείς βουλευτές της Ιονίου Βουλής προτίμησαν την πάμπτωχη Ελλάδα, από την προστασία της Αγγλίας (1864).
Υιοθετούμε την αντίσταση στο θόρυβο της ψευδολόγου και υποκριτικής πολυλογίας· και τελικά, για τα καθ’ ημάς, την αντίσταση στον Τεκτονισμό του Facebook.
Η πρόκληση είναι εν τέλει πως οι Έλληνες Τέκτονες και οι Φοινικείς δεν είμαστε ομφαλοσκοπούντες μοναχοί του Μεσαίωνα, αλλά ενεργοί ακροατές του πάθους των συνανθρώπων μας και παλεύουμε για όποια βοήθεια μέσα από το πενιχρό μας ελεονομείο ή το αδύναμο ταμείο μας προς τον έχοντα ανάγκη, ως φίλοι του ανθρώπου, κοινώς φιλάνθρωποι.
Αυτά ως ελάχιστα παραδείγματα δυνατότητας ευρύτερων παρεμβάσεων που οργανώνουν «τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές δεσμεύσεις» στο πρόσωπο του Τεκτονισμού, όχι μόνον της εκατονταετίας, αλλά και της χιλιετίας.
Με γενική αρχή όλα αυτά, τα εξειδικεύουμε στον «Φοίνικα της Κέρκυρας». Θεωρούμε ότι οφείλει να κινείται στην ιστορική του προσπάθεια διατήρησης των κεκτημένων στην πνευματική και κοινωνική του παρουσία ∙ τουτέστιν στη διατήρηση τού εξωστρεφούς τού προσώπου του στην κοινωνία της Κέρκυρας.
Επειδή, όμως, η λέξη «διατήρηση» μπορεί να εμπεριέχει και στοιχεία ακινησίας, θα χρησιμοποιούσαμε μάλλον την έννοια της «δυναμικής διατήρησης» αυτού του προσώπου, γεγονός που επιτρέπει μία προσπάθεια επέκτασης της παρουσίας του «Φοίνικα», όπου δυνατόν, χωρίς βέβαια εκπτώσεις στα αξιακά κριτήρια επιλογής των στόχων.
Έχουμε, ασφαλώς, και τις εσωτερικές μας εργασίες. Το έσω στρεφόμενο πρόσωπό μας, το οποίο θεωρούμε «ὡς δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι». Θεώμεθα το τεκτονικό μας πρόσωπο ως πρόσωπο διατήρησης της ουσίας του τεκτονισμού, καθώς αυτή με διαχρονική σοφία περιγράφεται στο Τυπικό που υπηρετούμε.
Είχε πει ο Ηράκλειτος, όπως το διέσωσε ο Στοβαίος στο απόσπασμα 115:
«Ψυχῆ ἐστίν λόγος ἑαυτῷ αὒξων».(= Στην ψυχή ανήκει ο λόγος που αυξάνει από μόνος του ή Η ψυχή κατέχει ικανότητα για γνώση που αναπτύσσεται από μόνη της. Στην ψυχή, δηλαδή, ανήκει εν σπέρματι ικανότητα σύλληψης της Φύσεως, η οποία ικανότητα (λόγος) από μόνη της, με έμφυτη δυνατότητα, αυτόνομα αυξάνεται, τουτέστιν αναπτύσσεται, γνωστικά εμπλουτιζόμενη, γνωρίζοντας τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τα φαινόμενα και τα όντα τουτέστιν τον Λόγο).
Αυτός ο ηρακλείτειος λόγος δύναται να καλύπτει την ουσία του Τεκτονισμού, όπως για 200 χρόνια την υπηρετεί ο «Φοίνικας».
Συγχρόνως ο «Φοίνικας» επιθυμεί να παραμείνει «πρωτομάστορας» με την αριστοτελική έννοια, όπως την περιγράφει ο φιλόσοφος στο Ά των Μεταφυσικών του στο εδάφιο 26 (981a 30): «Σε κάθε τέχνη θεωρούμε πως οι πρωτομάστορες [οἱ ἀρχιτέκτονες] είναι πιο πολύτιμοι και σοφοί από τους (εμπειρικούς) τεχνίτες, επειδή γνωρίζουν την αιτία αυτού που κάνουν».
Και άλλωστε Σοφία, για τον Αριστοτέλη πάλι, είναι η επιστήμη που σχετίζεται με τις Πρώτες Αρχές και Αιτίες. (Α. 982a 34-35). Γνωρίζουμε τι κάνουμε, γιατί ως άνθρωποι είμαστε τα όντα που θέτουν το ερώτημα περί του εαυτού μας. Αλλά πέραν αυτού επαναθέτουμε διαρκώς το ερώτημα του Leibnitz «γιατί να υπάρχει το κάτι και όχι το τίποτε», ερώτημα το οποίο ο Heidegger κρίνει ως το «πρώτο από όλα τα ερωτήματα (…..) το ευρύτερο, το βαθύτερο και το πρωταρκτικώτερο.».
Αγωνίες, αμφιβολίες, ασταθείς ή μετέωρες βεβαιότητες οργανώνουν πορεία γοητευτική στη θεωρητική σκέψη, αλλά και στην πρακτική άσκηση κατά το προνόμιο να είμαστε Τέκτονες. Τίποτε δεν τελειώνει στην αναζήτησή μας. Γι’ αυτό και ως ερευνητές δεν πρέπει να παγιδευόμαστε στον επιστημονικό αριστοκρατισμό της απόλυτης βεβαιότητας. Επαναλαμβάνω, τίποτε δεν τελειώνει στην αναζήτηση της Αλήθειας· του Λόγου.
Αλλοίμονο άλλωστε, αν τελείωνε…
Θυμίζουμε εν κατακλείδι ένα στίχο του Οδυσσέα Ελύτη:
«Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει.».