Ιστορία

Μιλώντας για το παρελθόν στο μνημειώδες έργο του «Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού», ο Thomas Mann γράφει: «Βαθύ είναι το πηγάδι του παρελθόντος. Ή μήπως θα πρέπει να πούμε απύθμενο; Και αυτό βέβαια, προπάντων επειδή μόνο το ανθρώπινο ον είναι εκείνο που το παρελθόν του προκαλεί συζητήσεις και γεννάει ερωτήματα» και συνεχίζει: «καθώς το ανεξερεύνητο εμπαίζει τον ερευνητικό μας ζήλο, του προσφέρει φαινομενικούς σταθμούς και στόχους στην πορεία του, αλλά μόλις φθάνουμε σ’ αυτούς ανοίγονται νέες διαδρομές του παρελθόντος (…)»

Και πάλι ο Thomas Mann παραθέτει: «Υπάρχουν ασφαλώς “σχετικές απαρχές” που αποτελούν ένα είδος “πρώτου” ξεκινήματος της ιδιαίτερης παράδοσης μιας ορισμένης κοινότητας» και έτσι η μνήμη (…) είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί “συλλογικά” και να οδηγηθεί σε (μία) “προσωπική – ιστορική πραγματικότητα”».

Μέσα στην ασάφεια που συγκροτούν οι συνθήκες στα δρώμενα, σε κάποια στιγμή του παρελθόντος, ένα είδος πρώτου (κατά Mann) ξεκινήματος, μιας ιδιαίτερης παράδοσης μιας ορισμένης κοινότητας είναι δυνατόν (κατά Mann πάντα) να «σταματήσει τον χρόνο» σε μία προσωπική – πραγματικότητα.

Τότε, λοιπόν, μέσα από την αχλύ, την ομίχλη της Αδριατικής, προβάλλει ένας αξιωματικός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και του βασιλιά της Νάπολης Μυρά και επιστρέφοντας εγκαθίσταται πια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κέρκυρα. Είναι ο Αντώνιος Δάνδολος, κάτοχος του 33ου τεκτονικού βαθμού. Είχε τη δυνατότητα να παρέχει βαθμούς και να οδηγηθεί εν τέλει στην «σχετική απαρχή», σ’ ένα είδος «πρώτου ξεκινήματος», στην αφή των φώτων μιας «ιδιαίτερης παράδοσης» (εν προκειμένω της τεκτονικής) μιας «ορισμένης κοινότητας» (εν προκειμένω του «Φοίνικος Κερκύρας»).

Με αυτόν τον τρόπο προκύπτει, η κατά Mann πάλι, «ικανοποίηση της συλλογικής μνήμης» και η δυνατότητα να σταθεί ως «προσωπική – ιστορική πραγματικότητα». Σε κάποια στιγμή αυτής της ιδιαίτερης παράδοσης της ορισμένης κοινότητας οργανώνεται η προσωπική τεκτονική κερκυραϊκή ιστορική πραγματικότητα με μνημονική αναφορά το 1818.

Αυτή η ημερομηνία εδραιώθηκε μέσα από διαδικασίες που τόσο σοφά περιγράφει ο Mann, υπενθυμίζοντας πως «το ανεξερεύνητο εμπαίζει τον ερευνητικό μας ζήλο, του προσφέρει φαινομενικούς σταθμούς και στόχους…». Αυτό σημαίνει ότι στην έρευνα αρκετών ιστορικών γεγονότων τίποτα δεν τελειώνει. Η θεά πληροφορία καραδοκεί την αναζήτηση στη γωνία.

Πορεύεται, λοιπόν, ο «Φοίνικας» ∙ πορεύεται εφεξής μέσα σε ένα ανταγωνιστικό τεκτονικό, αλλά και διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικό περιβάλλον.

Το 1814 οι Γάλλοι αποχωρούν από την Κέρκυρα, μετά την τραγική υποχώρηση του Ναπολέοντα από τη Ρωσία και την εξορία του στην Έλβα. Εγκαθίσταται προσωρινή κυβέρνηση μετά απόφαση της Ιεράς Συμμαχίας. Οι Αυστριακοί ζητούν να αναλάβουν την προστασία της Κέρκυρας, αλλά οι Ρώσοι διαφωνούν και τα Επτάνησα αποδίδονται στην Αγγλία με επίσημη έναρξη της κυριαρχίας τους την 1η Ιανουαρίου του 1818.

Η ήττα στο Βατερλώ το 1815, η εξορία του Ναπολέοντα στην Αγία Ελένη, όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή, δίνουν μόνο μία δυνατότητα στην ηττημένη Γαλλία να ανταγωνιστεί της αγγλικές δυνάμεις τουλάχιστον στα Επτάνησα και ειδικότερα στην Κέρκυρα, την τεκτονική της παρουσία. Η Αγγλία με τη σειρά της, ως προστάτιδα δύναμη των Επτανήσων, ενδιαφέρεται απόλυτα για τον κερκυραϊκό Τεκτονισμό, ο οποίος τείνει ευήκοα ώτα προς την Γαλλία και στρέφει το βλέμμα προς την χώρα που διεκήρυξε την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, την ΙΣΟΤΗΤΑ και την ΑΔΕΛΦΩΣΥΝΗ ως θεμελιώδεις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο ανταγωνισμός πλέον των δύο αιώνιων αντιπάλων είναι πολιτικός και τεκτονικός.

Η Αγγλία έχει να επιδείξει εαυτήν ως κοιτίδα του καθιερωμένου Τεκτονισμού και ορίζει την αρχή του το 1717 στην συνένωση των αγγλικών Στοών. Όμως, για την εποχή εκείνη η Αγγλία υπήρξε μία συντηρητική και δύσκαμπτη αποικιοκρατική δύναμη που δεν δίστασε (σε ότι μας αφορά ως Έλληνες) να πουλήσει την Πάργα στον αιμοσταγή Αλή Πασά. Δεν διέθετε τη δημοκρατική και συνάμα επαναστατική γοητεία της Γαλλίας, μήτε σε σημείο.

Προσεκτικά, μέσα σε αυτό το θολό τοπίο των πολιτικών και τεκτονικών ανταγωνισμών των δύο δυνάμεων, «Ο Φοίνικας» λειτουργεί προσεκτικά, σιωπηλά και αφανώς και, τελικά, κρίνοντας κατάλληλη τη στιγμή, αιτείται την αναγνώρισή του από τη Γαλλία. Αυτή έρχεται το 1843. Η πορεία του έκτοτε και σχετικά απρόσκοπτα συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Για τον «Φοίνικα» θα μπορούσε να ισχύει το λατινικό ρητό: «Fluctuat nec mergitur» (= Κλυδωνίζεται αλλά δεν βυθίζεται).

Στη σύγχρονη διαδρομή του «Φοίνικα Κερκύρας», μια σημαντικά ιστορική στιγμή ήταν η υπαγωγή του υπό την σκέπη της Εθνικής Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, μια εποχή όπου, στην ηγεσία της ΕΜΣΤΕ συνάντησε τον Μεγ⸫ Διδ⸫ Πσβ⸫ Αδ⸫ Δ. Κ., ο οποίος απήντησε ευμενώς και με αγάπη τεκτονική στην κρούση της θύρας της ΕΜΣΤΕ από τον «Φοίνικα». Εξ αυτού του γεγονότος προέκυψε και η Επαρχιακή Μεγάλη Στοά Ιονίων Νήσων.
Την οποία διακονεί με ζήλο, σύνεση και μετριοπάθεια, στοιχεία απότοκα της σαραντάχρονης τεκτονικής του εμπειρίας, ο Μεγ⸫ Διδ⸫ της Επ⸫ Μεγ⸫ Στ⸫ Ιον⸫ Νησ⸫ Πσβ⸫ Αδ⸫ Ι. Τ..